- πανευφυής
- παν-ευ-φυής, ές, sehr schön gewachsen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πανευφυής — ές, Μ αυτός που έχει σε όλα καλό φυσικό, καλά πλασμένος από κάθε άποψη. επίρρ... πανευφυῶς Μ με πανευφυή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐφυής «όμορφος»] … Dictionary of Greek
πανευφυέστατος — πανευφυής good natured masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανευφυῶς — πανευφυής good natured adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek